- απόρρητος
- -η, -ο (AM ἀπόρρητος, -ον) [ρητός]1. αυτός που δεν πρέπει ή δεν μπορεί να λεχθεί, απόκρυφος, μυστικός2. το ουδ. ως ουσ. το απόρρητοτο μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») —για κρατικούς λειτουργούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, γιατρούς κ.λπ.—, «το απόρρητο της εξομολόγησης», «το απόρρητο της αλληλογραφίας»μσν.1. ανέκφραστος, ανείπωτος, απροσδιόριστος, δυσκολοπερίγραπτος2. παράξενος, θαυμαστός3. φρ. «ὁ τὼν ἀπορρήτων γραμματεύς» — μυστικοσύμβουλος4. «ὁ ἐξ ἀπορρήτων» — ανώτερος υπάλληλος της υψηλής πύλης, είδος υπουργού ή διερμηνέααρχ.1. απαγορευμένος2. βδελυρός, αποτρόπαιος3. (για ιερά πράγματα) αυτός που δεν είναι όσιο να λεχθεί, ο άρρητος4. (για λέξεις) αυτή που είναι απαγορευμένη και η χρήση της τιμωρείται με βαρύ πρόστιμο5. (πληθ. ουδ.) τὰ ἀπόρρηταα) εμπορεύματα των οποίων η εξαγωγή ήταν απαγορευμένηβ) τα εσωτερικά δόγματα των Πυθαγορείωνγ) τα αιδοία*6. (επιρρ. φρ.) «ἐν ἀπορρήτῳ» — κρυφά, μυστικά.
Dictionary of Greek. 2013.